ἐπιπλέει

ἐπιπλέει
ἐπιπλέω
sail upon
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐπιπλέω
sail upon
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
ἐπιπλέω
sail upon
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐπιπλέω
sail upon
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθόσφαιρα — Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά… …   Dictionary of Greek

  • παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα …   Dictionary of Greek

  • ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • φλοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. κάθε σώμα ελαφρό  που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας. 2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό. 3. σημαντήρες που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνωση — η 1. η ώθηση με διεύθυνση από κάτω προς τα πάνω 2. η συνισταμένη κάθετη δύναμη που ασκείται σ ένα σώμα από ένα ακίνητο υγρό μέσα στο οποίο το σώμα αυτό επιπλέει ή είναι βυθισμένο …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”